ζακαλλής

ζακαλλής
ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + -καλλής < κάλλος (πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζακαλλές — ζακαλλής very beautiful masc/fem voc sg ζακαλλής very beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”